ξιφίνδα

ξιφίνδα
ξιφίνδα
sword-game
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξιφίνδα — (Μ) επίρρ. φρ. «ξιφίνδα παίζειν» παιχνίδι με ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. κρυπτ ίνδα, μοσχ ίνδα)] …   Dictionary of Greek

  • ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”